συστατικός

συστατικός
συστατικός
of
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συστατικός — ή, ό / συστατικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύσταση 2. αυτός με τον οποίο διαβιβάζεται σύσταση, καλή πληροφορία ή παράκληση για κάποιον («εἰ μὴ χρῄζομεν ὥς τινες συστατικῶν ἐπιστολῶν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 3. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

  • συστατικός — ή, ό 1. αυτός που αποτελεί μέρος ενός όλου: Αναλύθηκε το νερό στα συστατικά του μέρη. 2. αυτός με τον οποίο γίνονται συστάσεις: Μου έδωσε ο εργοδότης μου μια συστατική επιστολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συστατικά — συστατικός of neut nom/voc/acc pl συστατικά̱ , συστατικός of fem nom/voc/acc dual συστατικά̱ , συστατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικώτερον — συστατικός of adverbial comp συστατικός of masc acc comp sg συστατικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικῶν — συστατικός of fem gen pl συστατικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικόν — συστατικός of masc acc sg συστατικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικαῖς — συστατικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικαί — συστατικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικοῖς — συστατικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστατικοί — συστατικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”